отыскать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отыскать - translation to πορτογαλικά


отыскать      
encontrar , achar ; (обнаружить) descobrir
conseguir emprego      
найти работу, отыскать работу
conseguir emprego      
найти работу, отыскать работу

Ορισμός

отыскать
ОТЫСК'АТЬ, отыщу, отыщешь, ·совер.отыскивать
), кого-что. Производя поиски, найти, обнаружить, определить местонахождение кого-чего-нибудь. "В сердце льстец всегда отыщет уголок." Крылов. "В архиве рояся, отыскал я книжку славную." Пушкин. "Проговоришься - на дне морском отыщу тебя." Мельников-Печерский.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отыскать
1. Отыскать телефонного террориста оказалось несложно.
2. Друзья решают отыскать таинственный банковский счет.
3. "ГЛАВНОЕ - БУЛГАХТЕРИЯ" Отыскать семью Шаповалов оказалось несложно.
4. Именно эти нарушения и должна отыскать прокуратура.
5. - А вы попробуйте отыскать девушку - опытного спелеолога.